- ἀπειροκάλως
- ἀπειρόκαλοςignorant of the beautifuladverbialἀπειρόκαλοςignorant of the beautifulmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απειρόκαλος — ἀπειρόκαλος, ον (AM) 1. αυτός που αγνοεί το ωραίο, ακαλαίσθητος, χυδαίος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπειρόκαλον η απειροκαλία αρχ. επίρρ. ἀπειροκάλως 1. ακαλαίσθητα 2. ανόητα, βεβιασμένα … Dictionary of Greek
ԱՆԳԵՂԵՑԿԱՓՈՐՁԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 0125 Chronological Sequence: 8c մ. Անբարեփորձ եւ անշուք կամ անհաւանելի օրինակաւ. ἁπειροκάλως inepte *Զի մի՛ թուեսցուք ոմանց անգեղեցկափորձապէս ներբողել զմարդն. Նիւս. բն. ՟Ա … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)